Πτυσσόμενη cameraobscura
Μουσείο Ιστορίας της Επιστήμης, Οξφόρδη
Folding camera obscura
History of Science Museum. Oxford
Η συσκευή αποτελείται από ένα φωτοστεγές κουτί (σκηνή ή δωμάτιο) με μία οπή στη μία πλευρά. Το φως από τα αντικείμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος, διέρχεται μέσα από την οπή και πέφτει πάνω σε μία επιφάνεια στο εσωτερικό της, όπου και αναπαράγει την εικόνα τους ανεστραμμένη, διατηρώντας ωστόσο το χρώμα και την προοπτική. Αν η εικόνα προβληθεί σε χαρτί μπορεί να ιχνογραφηθεί και να ζωγραφιστεί με αποτέλεσμα μια εξαιρετικά ακριβή αναπαράσταση. Χρησιμοποιώντας κάτοπτρα, είναι δυνατόν το είδωλο να μην προβάλλεται ανεστραμμένο αλλά ορθό.
A camera obscura consists of a dark box (or a tent or room) with a small hole in one side or the top. Light from an external scene passes through the hole and strikes a surface inside, where the scene is reproduced, inverted (upside-down) and reversed (left to right), but with color and perspective preserved. This image can be projected on paper, and then traced and painted to produce an extremely accurate representation. Using mirrors, it is possible to project a right-side-up image.
Με την camera obscurα στην Ακρόπολη
Ο Dodwell αφηγείται:
Μια μέρα ήμουν απασχολημένος με τη σχεδίαση του Παρθενώνα με τη βοήθεια του σκοτεινού θαλάμου (camera obscura), όταν ο δισδάρης [ο οθωμανός διοικητής του κάστρου της Ακρόπολης], που του είχε εξάψει το ενδιαφέρον το καινοφανές θέαμα, με ρώτησε με ένα ύφος μεταξύ ανησυχίας και φόβου, τί στο καλό έκανα με αυτή την αξιοπερίεργη συσκευή. Προσπάθησα να του εξηγήσω, τοποθετώντας ένα φύλλο χαρτί και καλώντας τον να κοιτάξει μέσα από την κάμερα. Μόλις είδε τον ναό να αντανακλάται ακαριαία στο χαρτί, με όλα τα περιγράμματα και τα χρώματά του, φαντάστηκε ότι είχα δημιουργήσει την εικόνα με κάποια μαγική διαδικασία. Σάστισε και τρομοκρατήθηκε κάπως, και χαϊδεύοντας τη μακριά μαύρη γενειάδα του, επανέλαβε τις λέξεις “Αλλάχ, Μας-Αλλάχ” πολλές φορές.
Κοίταξε ξανά μέσα από την κάμερα με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία. Τη στιγμή εκείνη μερικοί στρατιώτες του περνούσαν μπροστά από το ανακλαστικό γυαλί και έκπληκτος ο δισδάρης τους είδε να περπατούν πάνω στο χαρτί. Αυτό τον έκανε έξω φρενών. Και αφού με αποκάλεσε γουρούνι, διάβολο και Βοναπάρτη, μου είπε ότι, αν επιθυμούσα, θα μπορούσα να πάρω μαζί μου τον ναό και όλα τα μάρμαρα της Ακρόπολης, αλλά ότι δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να βάλω τους στρατιώτες του στο κουτί μου. Όταν διαπίστωσα ότι ήταν μάταιο να αντιμετωπίσω με λογικά επιχειρήματα την άγνοιά του, άλλαξα τον τόνο της φωνής μου και του είπα ότι, αν δεν με άφηνε να εργαστώ ανενόχλητος, θα τον έβαζα στο κουτί μου και ότι θα του ήταν πολύ δύσκολο να ξαναβγεί. Ο πανικός του ήταν πλέον ολοφάνερος. Απομακρύνθηκε αμέσως και από τότε με κοιτούσε με ένα μείγμα ανησυχίας και απορίας.
[CTTG I, 293-95]
With the Camera Obscura in the Acropolis
Dodwell narrates:
I was one day engaged in drawing the Parthenon with the aid of my camera obscura, when the Disdar [the Ottoman military commander of the Acropolis] , whose surprise was excited by the novelty of the sight, asked with a sort of fretful inquietude, what new conjugation I was performing with that extraordinary machine?
I endeavored to explain it, by putting in a sheet of paper, and making him look into the camera obscura; he no sooner saw the temple instantaneously reflected on the paper in all its lines and colours, than he imagined that I had produced the effect by some magical process; his astonishment appeared mingled with alarm, and stroking his long black beard, he repeated the words Allah, Masch-Allah, several times. He again looked into the camera obscura with a kind of cautious diffidence, and at the moment some of his soldiers happening to pass before the reflecting glass, were beheld by the astonished Disdar walking upon the paper: he now became outrageous; and after calling me pig, devil, and Buonaparte, he told me, that if I chose, I might take away the temple and all the stones in the citadel; but that he would never permit me to conjure his soldiers into my box. When I found that it was in vain to reason with his ignorance, I changed my tone, and told him that if he did not leave me unmolested, I would put him into my box; and that he would find it a very difficult matter to get out again. His alarm was now visible; he immediately retired, and ever after stared at me with a mixture of apprehension and amazement.
[CTTG I, 293-95]